κρινολίνο(ν)

κρινολίνο(ν)
το кринолин

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "κρινολίνο(ν)" в других словарях:

  • κρινολίνο — Γυναικείο εσώρουχο ραμμένο από ύφασμα, το οποίο είχε κατασκευαστεί από αλογότριχα (γαλλ. crin = αλογότριχα, απ’ όπου προέκυψε και η ονομασία κ.). Το φορούσαν κάτω από το φόρεμα, για να του προσδίδει φουσκωτή όψη, σε σχήμα καμπάνας. Τα κ.… …   Dictionary of Greek

  • κρινολίνο — το (λ. ιταλ.), είδος παλαιού γυναικείου φορέματος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ενδυμασία — Το σύνολο των αντικειμένων –οποιουδήποτε υλικού ή τρόπου κατασκευής– που χρησιμοποιεί ο άνθρωπος για να ντύνεται και να στολίζεται. Για πολύ καιρό, ιδιαίτερα σε περιοχές τις οποίες ευνοούσε το θερμό κλίμα, οι άνθρωποι δεν ένιωθαν την ανάγκη να… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»